Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Απο το "ΠΑΡΟΔΟΣ" του Ε.Ε. Χατζηγιάννη.

 Εκδόσεις "ερμείας", 1976. Παντελώς άγνωστος ποιητής, που παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον. Τα ποιηματα του έχουν ρυθμό, πολιτική κριτική, κάποια όμορφα ευρήματα και δημιουργούν ατμοσφαίρα μεσα απο τις εικόνες των ιστοριών τους. Δυσκολα να βρεις κατι ανάλογο ειδικά απο τόσο άγνωστο, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των ποιητών αναφέρουν επι το πλείστον τα δικά τους προσωπικά συγκλονιστικά υπαρξιακά δράματα.

ΜΗΤΕΡΑ

"Θα τρελάθω αν πας σαν τον πατέρα σου και συ..."
καλαναρχά η μάνα του κάθε πρωί που φεύγει στη δουλειά
και τον κοιτάζει ως να στρίψει τη γωνιά
σκυμμένη απ' το παράθυρο με τα γεράνια...
Κι εκείνος νοιώθει δυο καρφιά στην πλάτη του,
δυο λώρους που ξεκινάνε απ' το πρόσωπο της
σα να επιμηκύνονται οι ρυτίδες των ματιών της
και γίνονται σκοινιά χοντρά που τον κρατούν απο τους ώμους...
Και τα σχοινιά τεντώνονται χωρίς να κόβονται,
στρίβουν μαζί του τις λεωφόρους και τους δρόμους,
του μπερδεύουν τα χέρια πάνω στο τιμόνι,
δεν τον αφήνουν να βάλει στην τσάντα προκηρύξεις,
τον ξεμακραίνουν από τις πλατείες της διαμαρτυρίας...

Η ΑΛΛΑΓΗ

Όχι, δεν έχουν αλλάξει όλα
στο παλιό, οικείο περιβάλλον
-όταν αλλάζουν όλα, δεν έχει υπάρξει τίποτα;
Bέβαια το παλιό σπίτι του Ορφέα
έχει γίνει πολυκατοικία
όπως και τ' άλλα, του άγγελου και της κυρα -ολυμπίας...
Ο στραβισμός στο μάτι του Άρη έχει διορθωθεί
και η Μπενεή
που τότε έπαιζε το δειλινό τη "σεληνόφωτος"
σφουγγαρίζει τώρα γονατιστή
-ω, εκείνα τα ολοστρόγγυλα αλαβάστρινα γόνατα!-
σφουγγαρίζει τώρα γονατιστή το σούρουπο
το μπαλκόνι του αντρός της...
Όμως το πεύκο υπάρχει ακόμα στη στάση των λεωφορείων,
ο κήπος του άσυλου ξεχύνει το μάιο τις ίδιες ευωδιές
και το ηλεχτρικό ψυγείο του κρεοπωλείου
ακούγεται πάντα να παραμιλά τις νύχτες...
Κι όλα, όπως πάντα, εξαρτώνται απο 'κείνον...
Κατά που θα στρέψει τη σκέψη και την προσοχή του...
Κατά τον κήπο του άσυλου
κατα τα παράθυρα της Μπενεή
- με ποιον την πάντρεψαν αλήθεια;-
ή το θεόρατο ψυγείο του κρεοπωλείου...

ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ


Τα ξέρει όλα και τα βλέπει όλα μεσ' στη νύχτα
- τόσο χαμηλό ήταν το πατρικό του σπίτι;-
και μόνο ο ήχος των βημάτων του
δείχνει την παρουσία του στ' αδιέξοδο δρομάκι
- όχι, κύριε αστυφύλακα, όχι
δεν έγραψα εγω στον στον τοίχο "κατω η τυρρανία",
εγώ ειμαι ένας φιλήσυχος πολίτης...
Οδεύει, νταπ-ντουπ, επανω - κάτω, μεσ' στο ψιλοβρόχι
και του φαίνεται παράξενο που τα τριαντάφυλλα
φοράνε το ίδιο άρωμα από τότε,
regina rosas amat
agricola silvam et ubram silvarum amat.,
η σιδερένια πόρτα της ξαδέρφης που τρίζει, σολ-φα-σολ,
πορτοκαλί να κρύβεσαι και μανταρίνι να βγαίνεις,
το πιάνο της Μιμίκας (ποιο πιάνο; Πέθανε στη γέννα, δεν το ξέρεις;)
α-μπε-μπα-μπλον
του-κη-θε-μπλον
η αδερφή του που τη σκότωσε το τραμ,
πουλι μου φόρα το ζιλε σου κάνει ψύχρα στον κινηματογράφο,
το πιάνο της μιμίκας(τι δουλειά να κάνει ο άντρας της...)
-όχι, όχι, κύριε αστυφύλακα,
δεν έγραψα εγω στον στην πάροδο "κάτω η τυρρανία",
το εξήγησα και στο συνάδελφο σας
εγώ ειμαι ένας φιλήσυχος πολίτης-
το ξυλινο καμαράκι με τις τρύπες, το οικόπεδο,
όπου πλενόταν κάθε Σαββατο η τρελό-Βαρβάρα,
Αντωνάκη να κρατάς τη μπέμπα απο το χέρι,
αλήθεια, έβρεχε και στην κηδεία της μητέρας
κι είχαν μαδήσει τα τριαντάφυλλα καταγής,
regina rosas amat, geo vageo,
το πιάνο της Μιμίκας- ποιας Mιμίκας;...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου