Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Απο το "Η ΡΟΜΑΝΣ ΤΗΣ ΜΟΔΙΣΤΡΑΣ" του Μάνου Λουκάκη


Εκδόσεις καστανιώτης, 2002.


ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ

Σε κάποιο "πάντως" ασφαλές θερμαίνεται η ανάσα μου τις νύχτες
Λες και τ' αργού μου ποταμού (που τον λησμόνησα) πλησίον είναι
Μονάχα ο δρόμος με τις φιλαρμονικές και τους ευκάλυπτους το καφενείο
Τις πρωινές εφημερίδες και την τσικουδιά. Ξινόμηλα,

Στην άκρη των βλεμμάτων σας δεν είναι ο κήπος;

Πως την Ανάσταση
Ο Θεος βλέπει έναν άλλονε Θεό στο βάθος του καλντεριμιού εξαίφνης
Στοχάζεται χτυπάει την πόρτα τον ρωτάει "γιατί;" και φεύγει μόνος;
Πως ολομόναχη τραβάει μπροστά η σιωπή των τρόλεϊ προς Καλλιθέα
Και μάνα χωροφύλακος Κρητός στη στάση τον προσμένει απ΄την υπηρεσία;
Πως θα χαθούν κλαυθυρισμοί των αγοριών μες στα τετράδια ολογράφως;
Δεν απορεί ο φρουρός ετότες με τα δυσανάγνωστα;

Έτσι ο Θεός μου απορεί
Κλεινει το φως της λάμπας και σωπαίνει
Και μ' ονειρεύεται που τρέχω σκόνη κι αίμα στα προάστια

Βλέπει έναν άλλονε Θεό μονάχο του στο δρόμο τον ρωτάει

Φοβάται μην ξεχάσω. Θα πάω μακριά. Μου κάνει απ'το υπόστεγο νοήματα

Στο παραθύρι απ' έξω περιμένει ο ποταμός - στιγμή ευγενείας των θανάτων
Έχω ένα "πάντως".

Απο το ΣΑΝ ΤΡΙΦΥΛΛΗ ΝΤΟΥΛΑΠΑ ΤΗΝ ΑΥΓΗ

α΄

Ελάχιστο μονίμως
Απομένει στα πουκάμισα
Το αεί των πειρασμών τους.

δ'

Το συρματόσκοινο τα δειλινά εξημερώνει ορίζοντες
Διακρίνονται στο κρεμαστάρι μου ένα ένα τα συμβάντα
Διευθετώ νωρίς τα εφόδια στον πάγκο
Τασάκι στο πλάι του μανικιού τον αναπτήρα
Το ποτηράκι του κονιάκ τις εικασίες - όσα πεθαίνουν όλα

Ακούω στο πιάνο του μεσότοιχου ξεκούρδιστα ιρλανδέζικα

Μα όταν φυσάει θυμάμαι

Όταν φυσάει
Στην τζαμαρία του μπαρ ο αέρας
Σε θυμάμαι

ε'

Μου εξιστορούν συχνά τ' απόγευμα ιδιαίτερα
Για κάτι μπλούζες βε ψιλοπλεγμένες τσίτια μεταξωτά ανάλαφρες ποπλίνες
Ντεμί σακάκια ψευτογέλεκα κασμίρια εγγλέζικα των πλανοδίων
Ενδύματα όψιμου χειμώνα τον Απρίλη
Τα μελετάω στους πίνακες στα κρύσταλλα στα κάδρα στις καρέκλες
Αναμετράω τα ύψη το φάρδος και τη μέση - μια Πασχαλιά με αναπολεί
Μια πασχαλιά στο πεζοδρόμιο

Θα ήθελε ίσως
Πριν τη δω
Να μου ενδυθεί
Κογχύλη της θαλάσσης

Δεν ευκαιρούνε όμως άλλες θάλασσες - και ύστερα
Με τόση σκόνη πάρκου επάνω της λάδια ψητοπωλείου
Τ' ωραίο καφέ κοτλέ της κέρωσε και γυαλίζει
Όμοια κυρτωμένο μάρμαρο θύρας νοσοκομείου στη βροχή
Αντιφεγγίζει τ' άστρα τις βιτρίνες τις επιγραφές
Τα φώτα των ταξί των εκάβ και των λεωφορείων
Τη μικρή λάμπα της δεή

Ώρα αιωρείται
Να πέσει στην ομπρέλα
Η λάμπα

Το τρέμω το κορίτσι αυτό

Μιλάει του θάνατου που άργησε να΄ρθεί
Μ' ευγένεια ώριμης γυναίκας ή αγεριού

Μ' εν' αλμυρό βλεφάρισμα

Μιλάει σαν σταυροδρόμι.

Απο το "ΚΛΩΝΟ ΤΟΝ ΚΛΩΝΟ ΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ"

Ο θόρυβος η μουσική η διαρκεια των ρυθμων
Οι άνεμοι - στο μπαρ θυμάμαι άνεμους και
Δεν είναι να αυθαδιάζεις στα ομοιώματα δεν είναι
Να εγείρεις προς τις αμμουδιές και τα κουπιά των φίλων
Αξιώσεις

Δεν έχει τίποτα να σου επιστρέψει η απουσία

Μη μετράς εύκολα τα πεπρωμένα κι ότι
Λίγο ή πολύ
Απ' τη ζωή ενός άλλου
Σου ετάχθη να προλάβεις
Μη μετράς

Ή σου διέφυγε ή συ του ' χεις διαφύγει

Κάποιες μορφές αναίτια ίσως ξεμυτίσουνε ξανά
Και κάποιες στο εξής ανάιτια ποτέ τους

Δε σου οφείλει τίποτα δεν έχει
Δεν έχει τίποτα να σου επιστρέψει η απουσία

Της οφείλεσαι

Της επιστρέφεσαι

Είσαι όσο ζεις σινιάλο και σφυγμός της - μια
Εσπευσμενη πάνω απ' τ' όρυγμα
Χειρονομία

Μη μετράς.





Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Απο το "ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ" του Θαναση Δ. Ντόκου


ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΜΝΗΣΤΗΝ

Και προπαντώς μη δώσεις βάση στους ποιητές.
Σ'αυτα που λένε ότι δήθεν
θα σε μπάσουνε λαθραία
στη γαλέρα του Ιπτάμενου Ολλανδου

τους ουρανούς να οιακίζεις
σφηνωμένη
ανάμεσα στις αποσκευές της αιωνιότητας.
Να εμπιστεύεσαι τους οδοκαθαριστές.

Προτιμότερο. Έχουνε - όπως και να το κάνουμε -
άμεση επαφή με τα γήινα. Κρατάνε πάνω τους
τα εντελώς απαραίτητα (τσιγάρα,

ένα σάντουιτς). Αλλά κυρίως απαλλάσουν
τη σκληρή πραγματικότητα της ασφάλτου
από τις μάταιες υποσχέσεις των φείγ-βολάν.

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

Υπάρχουν δέντρα ψηλά σαν κυπαρίσσια. Υπάρχουν
τα κορμιά των κοριτσιων. Η λαμψη τους.
Που χορηγεί ο ήλιος με υπερωρίες. Ένα προφιλ
στο φως που τρέμει του κεριού στις μπυραρίες.

Κορίτσια στους λουτήρες. Μόνα· με το κορμί τους,
Στο γυμναστήριο να υψώνονται στους κρίκους.
Να δοκιμάζουν καταδύσεις απο ψηλούς βατήρες.
Ιδανικά κορίτσια που αγάπησα χωρίς ελπίδα.

Κορίτσια δανεικά στους οίκους ανοχής.
Με χειλια μεθυσμενα μεσα στην αγκαλιά μας. Ή
απο κοχύλια διεσταλμένα ν' αναδύονται. Κορίτσια

τέλος, δίχως τέλος. Σα μια διαρκή μετάγγιση
σπέρματος. Πίσω απ' τα μάυρα τους γυαλια
γεμάτα έπαρση. Δεν έχω δει ταπεινό κυπαρίσσι.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ

Όταν αισθάνομαι μόνος, οικουμενικά μόνος·
προσηλώνω το βλεμμα στο κενό. Απο το βάθος
έρχεται αστραφτερή η Ναταλία Αστερίου.
Πέμπτη δημοτικού. Στα διαλείμματα καλούσε

τους εκλεκτους συμμαθητές στην αποθηκούλα.
Ειχε φροντίσει ν' απαλλαγεί απ'το εσώρουχο.
Σήκωνε μ' επιδέξια χέρια την ποδιά της. Εμεις
αγγίζαμε εκεί και κάναμε ανάσταση. Το κουδούνι

σήμαινε· όπως η καμπάνα τις πένθιμες ημερες.
Κανεις απο τους εκλεκτους δεν πρόκοψε.
Υπάρχουν αποδείξεις. Όπως υπάρχουν

και σήμερα γονείς που αναρωτιουνται
γιατί ο δείνα ή ο τάδε προοδεύουν. Άντε τώρα
να τους εξηγήσεις γι' αποθηκούλες και τέτοια.

ΤΕΜΑΧΙΣΜΟΣ

Τα πόδια μου δε με συνδέουν με το χώμα.
Πάνω στην πείνα μιας άθλιας νύχτας
έκοψα τις ρίζες μου και τις έφαγα.
Πράγμα συγκλονιστικό

ή κι εντελώς αδιάφορο.
Όσο για τα κλαδιά
χάνονται βαθιά στο μέλλον.
Τώρα τι μένει όρθιο;

Ίσως οι κορμοί.
Το ρημάδι το κορμί που αιωρείται
βαλσαμωμένο με ιδέες.

(Η Ελλάδα έχει ξεδέσει
χρόνια τώρα απ'τα Βαλκάνια
πλέοντας προς άγνωστη κατεύθυνση.)

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ του Παναγιώτη Κουβελάκη

Απο την ποιητική συλλογή "Προσευχή για εκατομμύρια στόματα". Κέδρος 1973.


Φύγαν οι πατεράδες
με τα λυμένα μαλλιά
με τον έρωτα δεμένο
στη μέση

οι μάνες χάθηκαν
γυρεύοντας δάφνες

μονάχα στις αυλές
κρέμεται
απ'τα σκοινιά των ρούχων
η παρουσία του πατέρα

Το φίλημα ξεχάστηκε
τα ερείπια είναι πολλά

Πάρτε τον ήλιο
κρύψτε τον
δε θέλουμε παρέες
δε θέλουμε την άνοιξη
να τρώει τα σωθικά μας

Τα στήθη έγειραν κι αυτά
τα ερείπια είναι πολλά

Ενας λαός
απο χέρια σα λάβαρα
χειρονομεί

ένας λαός
με σφιγμένες γροθιες

αύριο
αυτά τα χέρια
θα μοιάζουν
με τις αδυσώπητες
σελίδες της Ιστορίας

τούτα τα χέρια
τα παιδιά στο σκολειό
τα λεν ουρανό
στο πάρκο
τα παρομοιάζουν με δάσος

κείνα τα χέρια
μοιάζουν με ξώβεργες
τ'αλλα μοιάζουν
με κιόσκι
τι όμορφα
που κάνουν κουπί

Τα πόδια μας
διψάνε για χορό
χορό επάνω
απ'τον ουρανό

πήδα κι εσύ
περήφανα
εγώ ακούραστα
κωπηλατώ

Τα χέρια
φρίκιασαν απ'τις ειδήσεις
σαν πυραμίδες λάμπουνε
οι κραυγές

τα κόκαλα φωνάζουν
βιάζονται
να στυλώσουν τα όνειρα

δε χωράνε
στ'αμπέλια μας
δε χωράνε στους τάφους
και στους ελαιώνες

Που νάσαι άνοιξη
να μετρηθώ μαζί σου
καθώς γδυτός σαν όνειρο
τον ήλιο ξαστερώνω

Κρυώνω
στους τάφους
δεν υπάρχουν επιγραφές
οι σταυροί λεηλατήθηκαν
απ' τη μεγάλη ζητήση

οι κάνες σημαδεύουν
των φρυδιών τα γιοφύρια
σχεδιάζουν τα ονόματα
ένα ολάκερο δάσος

είναι ο θάνατος
είναι ο θάνατος
με τις ταναλιες του

είναι αυτοί οι άνθρωποι
με τις όμοιες στολές
με το μίσος στα μάτια

τα χέρια τους
δεν καταλήγουν πουθενά
μόνο στην κάνη
του τουφεκιού
κι αφανίζονται

τα-τα-τα
τα-τα-τα
χάθηκε μια ζωγραφιά

Αγαπη στο αριστερό σου
στήθος έχεις μια ελιά
κρατα με αγαπη μου γερά
κράτα με αιώνια

Τα δεκανίκια φύτρωσαν
φύτρωσαν
γροθιές κι ελπίδα

και την αλλη μερα
τρεχαμε στα νεκροταφεία
και την άλλη
και την άλλη
μέχρι του ξεχάσαμε
τον γυρισμό

Τι κρίμα
πουν' τα φλεβαρα
των κοριτσιών
να κλαίνε

να κλαίνε
για την άνοιξη
κι αυτη να κλαινει
που κλαινε

Το αίμα γεμίζει
σα θερισμένο στάρι
τ'αλώνι

σαν αψίδες
ασπρίζουν τα χέρια
ανεμόμυλοι που φωνάζουν

το φως αμίλητο
ξενυχτάει
χαραγμενο στα δόντια τους
πορτοκάλι

Εγω
μεσα απ'τα σπλάχνα μου
Εσύ
μεσ'απ' το σπέρμα μου

Δουλεύει ο ήλιος
αργαλειός
το δίκιο ζυμώνει
με αίμα

τ'αγαλματα φύγαν
απ' τα παρκα
κρύωναν ξεχασμενα

Που να βρω
να ποτίσω τα χείλη
που να βρω
να μερέψω τη δίψα

Τα παλικάρια
σήκωσαν πανιά
τη μοιρασιά στα γόνατα
απιθώνουν

πλόκαμοι οι φλέβες
άρματα
φάροι που ξενυχτάνε

τα μπράτσα ανοίγουν
σα θεριά
λημεριασαν στα όρη

δέθηκαν κόμπο
με τον ήλιο
αγάπησαν το σπαθί

Ω χώρα αλυσοδεμένη
χώρα μοναχική
το αίμα γράφει
τα ονόματα μας στο χώμα

Πυρρόμαχοι!
εσεις με τα δεκανίκια
και σεις με τα σημάδια
στο πρόσωπο

εσείς με τα πελώρια
όνειρα
σαν ήλιοι στο κλωνάρι

καλότυχοι
με την κορμοστασιά
και με την άγρια χαίτη

τα χέρια με τα δρεπάνια
αλέθουν το κριθάρι
σαν κυπαρίσσια φρουρουν
τη Λευτεριά

Κόπιασε ήλιε μου
κόπιασε
τη χωρα μου
μη τη ξεχνάς

μυρίζει θυμάρι
η λεβεντιά
βασιλικός η ελπίδα
λόγχες χαράς τα όνειρα
οδόφραγμα τα στήθη



Κλεισαν όλες οι πορτες
οι τοιχοι των τουφεκισμενων
πλήθαιναν
άδειασαν τα χωράφια
απ' τις παπαρουνες

ύστερα τίποτα
ουτε ένα κλάμα παιδιου
τα φτυάρια έκαναν
το χρέος τους.