Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Από τη "ΧΑΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ" του Τάκη Μιχαηλίδη


Εντελώς άγνωστος ποιητής.Ουδεμία αναφορά δεν υπάρχει πουθενά. Η ποίηση του (όπως μπορεί κάποιος να το πιάσει κι απο τον τίτλο) είναι επηρεασμένη από την ποίηση της ήττας, με ολη εκείνη την αριστερη ματιά τη μελαγχολική, που μιλά για όσους έχυσαν το αίμα τους αναίτια επειδή προδόθηκε εκ των έσω, είτε χάθηκαν μεσα στα αδιέξοδα της καθημερινότητας ή στα διεξοδα της κατανάλωσης. Τίποτα το ιδιαίτερο και ρηξικέλευθο, μιας κι όλας αυτα είχαν ειπωθεί 20 χρονια πριν της εκδόσεως και καλύτερα, μα για ιδιωτική εκδοση ειδικά, θα έλεγες πως είναι καλογραμμένη και υπάρχουν κάποια ποιήματα αξιόλογα. Το συναίσθημα ειναι αυθεντικό, υπάρχει ρυθμός για να κυλησει και να συγκινήσει τον αναγνώστη, και μια εικονοποιια ικανοποιητική. Όχι τίποτα συγκλονιστικο αλλά σίγουρα ούτε κι αδιάφορο. Αξίζει πιστεύω να υπάρχει μια αναφορά κάπου.


Aπό τη "Χαμένη γενιά" του Τακη Μιχαηλίδη. Αθήνα 1975, έκδοση εκτός εμπορίου.

ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ
Παιδί μου, κάπου θα ακούσης για λεβέντες και παλληκάρια.
Θα σου μιλήσουν με μελαγχολικά μάτια,
με δακρυσμένα μάτια
για ηρωικές πράξεις,
που θάφτηκαν βιαστικά,
τίμιες κι όμως ντροπιασμένες.
(Μια ντροπή που τις φόρεσαν
όχι οι εχθροί, αλλά οι δικοί).
Κάπου θα τους δης
τώρα με κουρασμένα πεσμένα γυαλιά
να τρέμουν μπρος σε πίνακες προαγωγών,
πίσω απο μεταλλικά γραφεία,
λαχταρόντας για πιο μεγάλα μεταλλικά γραφεία,
περπατόντας με κοφτή ανάσσα,
σε διαδρόμους που δεν οδηγουν πουθενά.
Μόνο το βραδυ ονειρεύονται.
Ένα τραγουδι. Λουλούδια. Χιόνι. Πορεία.
Και η γροθιά σφίγγει ανίσχυρη,
όπως το αναφυλλητό σβύνει
μέσα στην ανάσα
του κουρασμένου ύπνου.
Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ
Να μπορείς να γράφεις λέξεις
χωρίς ήχο,
βουβές, πνιγμένες με τις ίδιες τις ρίζες τους,
αναποδα δέντρα βαθιάς θάλασσας.
Σιωπή.
Γιατί η απελπισία
δεν πρέπει να γράφεται ή ν' ακούγεται,
αλλα να διαβαζεται
στα θολά μάτια που τώρα δεν κυττούν.
ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΑΙΜΑ
Τραγουδήστε ξανά και ξανά
τα νειάτα μας.
Στάχυα
που ο θεριστής
τα θερίζει και τα ευλογάει
στο ψωμί.
Θάνατος λυτρωτής.
Θάνατος καταλύτης.
Θάνατος που υψώνει.
μιαν ελπίδα.
Την ελευθερία και τη ζωή.
Δεν την ζήσαμε , αδέλφια, την ζωή μας
και την δανείσαμε και την χαρίσαμε
και μας την γύρισαν πίσω,
στριφνή προκήρυξη
δηλώσεις μετανοίας
παρελάσεις
και αίμα.
Θεέ μου, που βρέθηκε τόσο πολύ αίμα,
τόσο πολύ αίμα στο αχαμνό το κορμί μας;

Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Απο το "ΠΑΡΟΔΟΣ" του Ε.Ε. Χατζηγιάννη.

 Εκδόσεις "ερμείας", 1976. Παντελώς άγνωστος ποιητής, που παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον. Τα ποιηματα του έχουν ρυθμό, πολιτική κριτική, κάποια όμορφα ευρήματα και δημιουργούν ατμοσφαίρα μεσα απο τις εικόνες των ιστοριών τους. Δυσκολα να βρεις κατι ανάλογο ειδικά απο τόσο άγνωστο, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των ποιητών αναφέρουν επι το πλείστον τα δικά τους προσωπικά συγκλονιστικά υπαρξιακά δράματα.

ΜΗΤΕΡΑ

"Θα τρελάθω αν πας σαν τον πατέρα σου και συ..."
καλαναρχά η μάνα του κάθε πρωί που φεύγει στη δουλειά
και τον κοιτάζει ως να στρίψει τη γωνιά
σκυμμένη απ' το παράθυρο με τα γεράνια...
Κι εκείνος νοιώθει δυο καρφιά στην πλάτη του,
δυο λώρους που ξεκινάνε απ' το πρόσωπο της
σα να επιμηκύνονται οι ρυτίδες των ματιών της
και γίνονται σκοινιά χοντρά που τον κρατούν απο τους ώμους...
Και τα σχοινιά τεντώνονται χωρίς να κόβονται,
στρίβουν μαζί του τις λεωφόρους και τους δρόμους,
του μπερδεύουν τα χέρια πάνω στο τιμόνι,
δεν τον αφήνουν να βάλει στην τσάντα προκηρύξεις,
τον ξεμακραίνουν από τις πλατείες της διαμαρτυρίας...

Η ΑΛΛΑΓΗ

Όχι, δεν έχουν αλλάξει όλα
στο παλιό, οικείο περιβάλλον
-όταν αλλάζουν όλα, δεν έχει υπάρξει τίποτα;
Bέβαια το παλιό σπίτι του Ορφέα
έχει γίνει πολυκατοικία
όπως και τ' άλλα, του άγγελου και της κυρα -ολυμπίας...
Ο στραβισμός στο μάτι του Άρη έχει διορθωθεί
και η Μπενεή
που τότε έπαιζε το δειλινό τη "σεληνόφωτος"
σφουγγαρίζει τώρα γονατιστή
-ω, εκείνα τα ολοστρόγγυλα αλαβάστρινα γόνατα!-
σφουγγαρίζει τώρα γονατιστή το σούρουπο
το μπαλκόνι του αντρός της...
Όμως το πεύκο υπάρχει ακόμα στη στάση των λεωφορείων,
ο κήπος του άσυλου ξεχύνει το μάιο τις ίδιες ευωδιές
και το ηλεχτρικό ψυγείο του κρεοπωλείου
ακούγεται πάντα να παραμιλά τις νύχτες...
Κι όλα, όπως πάντα, εξαρτώνται απο 'κείνον...
Κατά που θα στρέψει τη σκέψη και την προσοχή του...
Κατά τον κήπο του άσυλου
κατα τα παράθυρα της Μπενεή
- με ποιον την πάντρεψαν αλήθεια;-
ή το θεόρατο ψυγείο του κρεοπωλείου...

ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ


Τα ξέρει όλα και τα βλέπει όλα μεσ' στη νύχτα
- τόσο χαμηλό ήταν το πατρικό του σπίτι;-
και μόνο ο ήχος των βημάτων του
δείχνει την παρουσία του στ' αδιέξοδο δρομάκι
- όχι, κύριε αστυφύλακα, όχι
δεν έγραψα εγω στον στον τοίχο "κατω η τυρρανία",
εγώ ειμαι ένας φιλήσυχος πολίτης...
Οδεύει, νταπ-ντουπ, επανω - κάτω, μεσ' στο ψιλοβρόχι
και του φαίνεται παράξενο που τα τριαντάφυλλα
φοράνε το ίδιο άρωμα από τότε,
regina rosas amat
agricola silvam et ubram silvarum amat.,
η σιδερένια πόρτα της ξαδέρφης που τρίζει, σολ-φα-σολ,
πορτοκαλί να κρύβεσαι και μανταρίνι να βγαίνεις,
το πιάνο της Μιμίκας (ποιο πιάνο; Πέθανε στη γέννα, δεν το ξέρεις;)
α-μπε-μπα-μπλον
του-κη-θε-μπλον
η αδερφή του που τη σκότωσε το τραμ,
πουλι μου φόρα το ζιλε σου κάνει ψύχρα στον κινηματογράφο,
το πιάνο της μιμίκας(τι δουλειά να κάνει ο άντρας της...)
-όχι, όχι, κύριε αστυφύλακα,
δεν έγραψα εγω στον στην πάροδο "κάτω η τυρρανία",
το εξήγησα και στο συνάδελφο σας
εγώ ειμαι ένας φιλήσυχος πολίτης-
το ξυλινο καμαράκι με τις τρύπες, το οικόπεδο,
όπου πλενόταν κάθε Σαββατο η τρελό-Βαρβάρα,
Αντωνάκη να κρατάς τη μπέμπα απο το χέρι,
αλήθεια, έβρεχε και στην κηδεία της μητέρας
κι είχαν μαδήσει τα τριαντάφυλλα καταγής,
regina rosas amat, geo vageo,
το πιάνο της Μιμίκας- ποιας Mιμίκας;...

Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Απο το "Η ΡΟΜΑΝΣ ΤΗΣ ΜΟΔΙΣΤΡΑΣ" του Μάνου Λουκάκη


Εκδόσεις καστανιώτης, 2002.


ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ

Σε κάποιο "πάντως" ασφαλές θερμαίνεται η ανάσα μου τις νύχτες
Λες και τ' αργού μου ποταμού (που τον λησμόνησα) πλησίον είναι
Μονάχα ο δρόμος με τις φιλαρμονικές και τους ευκάλυπτους το καφενείο
Τις πρωινές εφημερίδες και την τσικουδιά. Ξινόμηλα,

Στην άκρη των βλεμμάτων σας δεν είναι ο κήπος;

Πως την Ανάσταση
Ο Θεος βλέπει έναν άλλονε Θεό στο βάθος του καλντεριμιού εξαίφνης
Στοχάζεται χτυπάει την πόρτα τον ρωτάει "γιατί;" και φεύγει μόνος;
Πως ολομόναχη τραβάει μπροστά η σιωπή των τρόλεϊ προς Καλλιθέα
Και μάνα χωροφύλακος Κρητός στη στάση τον προσμένει απ΄την υπηρεσία;
Πως θα χαθούν κλαυθυρισμοί των αγοριών μες στα τετράδια ολογράφως;
Δεν απορεί ο φρουρός ετότες με τα δυσανάγνωστα;

Έτσι ο Θεός μου απορεί
Κλεινει το φως της λάμπας και σωπαίνει
Και μ' ονειρεύεται που τρέχω σκόνη κι αίμα στα προάστια

Βλέπει έναν άλλονε Θεό μονάχο του στο δρόμο τον ρωτάει

Φοβάται μην ξεχάσω. Θα πάω μακριά. Μου κάνει απ'το υπόστεγο νοήματα

Στο παραθύρι απ' έξω περιμένει ο ποταμός - στιγμή ευγενείας των θανάτων
Έχω ένα "πάντως".

Απο το ΣΑΝ ΤΡΙΦΥΛΛΗ ΝΤΟΥΛΑΠΑ ΤΗΝ ΑΥΓΗ

α΄

Ελάχιστο μονίμως
Απομένει στα πουκάμισα
Το αεί των πειρασμών τους.

δ'

Το συρματόσκοινο τα δειλινά εξημερώνει ορίζοντες
Διακρίνονται στο κρεμαστάρι μου ένα ένα τα συμβάντα
Διευθετώ νωρίς τα εφόδια στον πάγκο
Τασάκι στο πλάι του μανικιού τον αναπτήρα
Το ποτηράκι του κονιάκ τις εικασίες - όσα πεθαίνουν όλα

Ακούω στο πιάνο του μεσότοιχου ξεκούρδιστα ιρλανδέζικα

Μα όταν φυσάει θυμάμαι

Όταν φυσάει
Στην τζαμαρία του μπαρ ο αέρας
Σε θυμάμαι

ε'

Μου εξιστορούν συχνά τ' απόγευμα ιδιαίτερα
Για κάτι μπλούζες βε ψιλοπλεγμένες τσίτια μεταξωτά ανάλαφρες ποπλίνες
Ντεμί σακάκια ψευτογέλεκα κασμίρια εγγλέζικα των πλανοδίων
Ενδύματα όψιμου χειμώνα τον Απρίλη
Τα μελετάω στους πίνακες στα κρύσταλλα στα κάδρα στις καρέκλες
Αναμετράω τα ύψη το φάρδος και τη μέση - μια Πασχαλιά με αναπολεί
Μια πασχαλιά στο πεζοδρόμιο

Θα ήθελε ίσως
Πριν τη δω
Να μου ενδυθεί
Κογχύλη της θαλάσσης

Δεν ευκαιρούνε όμως άλλες θάλασσες - και ύστερα
Με τόση σκόνη πάρκου επάνω της λάδια ψητοπωλείου
Τ' ωραίο καφέ κοτλέ της κέρωσε και γυαλίζει
Όμοια κυρτωμένο μάρμαρο θύρας νοσοκομείου στη βροχή
Αντιφεγγίζει τ' άστρα τις βιτρίνες τις επιγραφές
Τα φώτα των ταξί των εκάβ και των λεωφορείων
Τη μικρή λάμπα της δεή

Ώρα αιωρείται
Να πέσει στην ομπρέλα
Η λάμπα

Το τρέμω το κορίτσι αυτό

Μιλάει του θάνατου που άργησε να΄ρθεί
Μ' ευγένεια ώριμης γυναίκας ή αγεριού

Μ' εν' αλμυρό βλεφάρισμα

Μιλάει σαν σταυροδρόμι.

Απο το "ΚΛΩΝΟ ΤΟΝ ΚΛΩΝΟ ΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ"

Ο θόρυβος η μουσική η διαρκεια των ρυθμων
Οι άνεμοι - στο μπαρ θυμάμαι άνεμους και
Δεν είναι να αυθαδιάζεις στα ομοιώματα δεν είναι
Να εγείρεις προς τις αμμουδιές και τα κουπιά των φίλων
Αξιώσεις

Δεν έχει τίποτα να σου επιστρέψει η απουσία

Μη μετράς εύκολα τα πεπρωμένα κι ότι
Λίγο ή πολύ
Απ' τη ζωή ενός άλλου
Σου ετάχθη να προλάβεις
Μη μετράς

Ή σου διέφυγε ή συ του ' χεις διαφύγει

Κάποιες μορφές αναίτια ίσως ξεμυτίσουνε ξανά
Και κάποιες στο εξής ανάιτια ποτέ τους

Δε σου οφείλει τίποτα δεν έχει
Δεν έχει τίποτα να σου επιστρέψει η απουσία

Της οφείλεσαι

Της επιστρέφεσαι

Είσαι όσο ζεις σινιάλο και σφυγμός της - μια
Εσπευσμενη πάνω απ' τ' όρυγμα
Χειρονομία

Μη μετράς.





Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Απο το "ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ" του Θαναση Δ. Ντόκου


ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΜΝΗΣΤΗΝ

Και προπαντώς μη δώσεις βάση στους ποιητές.
Σ'αυτα που λένε ότι δήθεν
θα σε μπάσουνε λαθραία
στη γαλέρα του Ιπτάμενου Ολλανδου

τους ουρανούς να οιακίζεις
σφηνωμένη
ανάμεσα στις αποσκευές της αιωνιότητας.
Να εμπιστεύεσαι τους οδοκαθαριστές.

Προτιμότερο. Έχουνε - όπως και να το κάνουμε -
άμεση επαφή με τα γήινα. Κρατάνε πάνω τους
τα εντελώς απαραίτητα (τσιγάρα,

ένα σάντουιτς). Αλλά κυρίως απαλλάσουν
τη σκληρή πραγματικότητα της ασφάλτου
από τις μάταιες υποσχέσεις των φείγ-βολάν.

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

Υπάρχουν δέντρα ψηλά σαν κυπαρίσσια. Υπάρχουν
τα κορμιά των κοριτσιων. Η λαμψη τους.
Που χορηγεί ο ήλιος με υπερωρίες. Ένα προφιλ
στο φως που τρέμει του κεριού στις μπυραρίες.

Κορίτσια στους λουτήρες. Μόνα· με το κορμί τους,
Στο γυμναστήριο να υψώνονται στους κρίκους.
Να δοκιμάζουν καταδύσεις απο ψηλούς βατήρες.
Ιδανικά κορίτσια που αγάπησα χωρίς ελπίδα.

Κορίτσια δανεικά στους οίκους ανοχής.
Με χειλια μεθυσμενα μεσα στην αγκαλιά μας. Ή
απο κοχύλια διεσταλμένα ν' αναδύονται. Κορίτσια

τέλος, δίχως τέλος. Σα μια διαρκή μετάγγιση
σπέρματος. Πίσω απ' τα μάυρα τους γυαλια
γεμάτα έπαρση. Δεν έχω δει ταπεινό κυπαρίσσι.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ

Όταν αισθάνομαι μόνος, οικουμενικά μόνος·
προσηλώνω το βλεμμα στο κενό. Απο το βάθος
έρχεται αστραφτερή η Ναταλία Αστερίου.
Πέμπτη δημοτικού. Στα διαλείμματα καλούσε

τους εκλεκτους συμμαθητές στην αποθηκούλα.
Ειχε φροντίσει ν' απαλλαγεί απ'το εσώρουχο.
Σήκωνε μ' επιδέξια χέρια την ποδιά της. Εμεις
αγγίζαμε εκεί και κάναμε ανάσταση. Το κουδούνι

σήμαινε· όπως η καμπάνα τις πένθιμες ημερες.
Κανεις απο τους εκλεκτους δεν πρόκοψε.
Υπάρχουν αποδείξεις. Όπως υπάρχουν

και σήμερα γονείς που αναρωτιουνται
γιατί ο δείνα ή ο τάδε προοδεύουν. Άντε τώρα
να τους εξηγήσεις γι' αποθηκούλες και τέτοια.

ΤΕΜΑΧΙΣΜΟΣ

Τα πόδια μου δε με συνδέουν με το χώμα.
Πάνω στην πείνα μιας άθλιας νύχτας
έκοψα τις ρίζες μου και τις έφαγα.
Πράγμα συγκλονιστικό

ή κι εντελώς αδιάφορο.
Όσο για τα κλαδιά
χάνονται βαθιά στο μέλλον.
Τώρα τι μένει όρθιο;

Ίσως οι κορμοί.
Το ρημάδι το κορμί που αιωρείται
βαλσαμωμένο με ιδέες.

(Η Ελλάδα έχει ξεδέσει
χρόνια τώρα απ'τα Βαλκάνια
πλέοντας προς άγνωστη κατεύθυνση.)

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ του Παναγιώτη Κουβελάκη

Απο την ποιητική συλλογή "Προσευχή για εκατομμύρια στόματα". Κέδρος 1973.


Φύγαν οι πατεράδες
με τα λυμένα μαλλιά
με τον έρωτα δεμένο
στη μέση

οι μάνες χάθηκαν
γυρεύοντας δάφνες

μονάχα στις αυλές
κρέμεται
απ'τα σκοινιά των ρούχων
η παρουσία του πατέρα

Το φίλημα ξεχάστηκε
τα ερείπια είναι πολλά

Πάρτε τον ήλιο
κρύψτε τον
δε θέλουμε παρέες
δε θέλουμε την άνοιξη
να τρώει τα σωθικά μας

Τα στήθη έγειραν κι αυτά
τα ερείπια είναι πολλά

Ενας λαός
απο χέρια σα λάβαρα
χειρονομεί

ένας λαός
με σφιγμένες γροθιες

αύριο
αυτά τα χέρια
θα μοιάζουν
με τις αδυσώπητες
σελίδες της Ιστορίας

τούτα τα χέρια
τα παιδιά στο σκολειό
τα λεν ουρανό
στο πάρκο
τα παρομοιάζουν με δάσος

κείνα τα χέρια
μοιάζουν με ξώβεργες
τ'αλλα μοιάζουν
με κιόσκι
τι όμορφα
που κάνουν κουπί

Τα πόδια μας
διψάνε για χορό
χορό επάνω
απ'τον ουρανό

πήδα κι εσύ
περήφανα
εγώ ακούραστα
κωπηλατώ

Τα χέρια
φρίκιασαν απ'τις ειδήσεις
σαν πυραμίδες λάμπουνε
οι κραυγές

τα κόκαλα φωνάζουν
βιάζονται
να στυλώσουν τα όνειρα

δε χωράνε
στ'αμπέλια μας
δε χωράνε στους τάφους
και στους ελαιώνες

Που νάσαι άνοιξη
να μετρηθώ μαζί σου
καθώς γδυτός σαν όνειρο
τον ήλιο ξαστερώνω

Κρυώνω
στους τάφους
δεν υπάρχουν επιγραφές
οι σταυροί λεηλατήθηκαν
απ' τη μεγάλη ζητήση

οι κάνες σημαδεύουν
των φρυδιών τα γιοφύρια
σχεδιάζουν τα ονόματα
ένα ολάκερο δάσος

είναι ο θάνατος
είναι ο θάνατος
με τις ταναλιες του

είναι αυτοί οι άνθρωποι
με τις όμοιες στολές
με το μίσος στα μάτια

τα χέρια τους
δεν καταλήγουν πουθενά
μόνο στην κάνη
του τουφεκιού
κι αφανίζονται

τα-τα-τα
τα-τα-τα
χάθηκε μια ζωγραφιά

Αγαπη στο αριστερό σου
στήθος έχεις μια ελιά
κρατα με αγαπη μου γερά
κράτα με αιώνια

Τα δεκανίκια φύτρωσαν
φύτρωσαν
γροθιές κι ελπίδα

και την αλλη μερα
τρεχαμε στα νεκροταφεία
και την άλλη
και την άλλη
μέχρι του ξεχάσαμε
τον γυρισμό

Τι κρίμα
πουν' τα φλεβαρα
των κοριτσιών
να κλαίνε

να κλαίνε
για την άνοιξη
κι αυτη να κλαινει
που κλαινε

Το αίμα γεμίζει
σα θερισμένο στάρι
τ'αλώνι

σαν αψίδες
ασπρίζουν τα χέρια
ανεμόμυλοι που φωνάζουν

το φως αμίλητο
ξενυχτάει
χαραγμενο στα δόντια τους
πορτοκάλι

Εγω
μεσα απ'τα σπλάχνα μου
Εσύ
μεσ'απ' το σπέρμα μου

Δουλεύει ο ήλιος
αργαλειός
το δίκιο ζυμώνει
με αίμα

τ'αγαλματα φύγαν
απ' τα παρκα
κρύωναν ξεχασμενα

Που να βρω
να ποτίσω τα χείλη
που να βρω
να μερέψω τη δίψα

Τα παλικάρια
σήκωσαν πανιά
τη μοιρασιά στα γόνατα
απιθώνουν

πλόκαμοι οι φλέβες
άρματα
φάροι που ξενυχτάνε

τα μπράτσα ανοίγουν
σα θεριά
λημεριασαν στα όρη

δέθηκαν κόμπο
με τον ήλιο
αγάπησαν το σπαθί

Ω χώρα αλυσοδεμένη
χώρα μοναχική
το αίμα γράφει
τα ονόματα μας στο χώμα

Πυρρόμαχοι!
εσεις με τα δεκανίκια
και σεις με τα σημάδια
στο πρόσωπο

εσείς με τα πελώρια
όνειρα
σαν ήλιοι στο κλωνάρι

καλότυχοι
με την κορμοστασιά
και με την άγρια χαίτη

τα χέρια με τα δρεπάνια
αλέθουν το κριθάρι
σαν κυπαρίσσια φρουρουν
τη Λευτεριά

Κόπιασε ήλιε μου
κόπιασε
τη χωρα μου
μη τη ξεχνάς

μυρίζει θυμάρι
η λεβεντιά
βασιλικός η ελπίδα
λόγχες χαράς τα όνειρα
οδόφραγμα τα στήθη



Κλεισαν όλες οι πορτες
οι τοιχοι των τουφεκισμενων
πλήθαιναν
άδειασαν τα χωράφια
απ' τις παπαρουνες

ύστερα τίποτα
ουτε ένα κλάμα παιδιου
τα φτυάρια έκαναν
το χρέος τους.

Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

ΑΠΡΙΛΗΣ του Ηλία Τσέχου

Απο τα "ταγμενα". Εκδόσεις "διογένης", 1980.

ΑΠΡΙΛΗΣ
                                    Κυριακή

"δεν διαφέρουν οι πολλοί μα ένας ένας"
περιφέρομαι με τούτες τις σκέψεις
και στεφανώνω το 'Αλσος σα μάρτυρα
το πράσινο ανθεί και τα πουλιά
άλλα πετουν άλλα λυγούνε τα κλωνάρια ως τις ψυχέστους
λουλούδια παρδαλόχρωμα παρδαλομυρωμενα
μουριές αγριοκλαδεμένες μα νιοβλάσταρες
βλέπεις τη λίμνη σκόρπιες καλαμιές γερτές
ζευγάρια
και στο παγκάκι όσα αναπαύονται
έχουν την όμοια κίνηση : αγκαλιασμένα
ο ουρανός μες το βαθύ γαλάζιοτου να τελειώνει
υπάλληλοι υπάλληλοι
ωχ! με το ύφος των διευθυντωντους τώρα
βλεπεις δυο περιστέρια να βαδίζουνε και να τσιμπολογούν
σαν τα ερωτευμένα

τρεις χάριτες
απ' τονα στάλλο το παγκάκι γελαστές να τρέχουνε
γιατί αλλάζει θέσεις πάντα ένας ήλιος
γιατί ο ήλιος του Απρίλη αγαπιέται περισσότερο
κι ότι αγαπας τ' ακολουθάς
τους μάγκες βλέπεις - οι μάγκες!
νομίζουν πως σήμερα παζάρι έχει
και βγηκαν να ψωνίσουνε
φωνές φωνές
και πόσο διαφέρουν των παιδιών
ένας αγέρας αλαφρύς και χίλιες μυρουδιές
ξέχωρες των ανθρώπων

ύστερα ως πλήσια το σουρουπό κοιτάς
και αποριέσαι

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

ΔΩΡΗΤΗΣ ΣΩΜΑΤΟΣ του Γιάννη Κουβαρά

Τα ποιήματα είναι απο την ποιητική συλλογη "Δωρητής σωματος" του Γιαννη Κουβαρα απο το 1988. Κάποιες πληροφορίες μπορουν να βρεθουν για τον ποιητή στο διαδίκτυο, αλλα για το πιο ευρυ κοινό μένει άγνωστος, όπως και λιγα ποιήματα του υπάρχουν σε κάποιο site. Ούτε εγω τον ήξερα και τον ανακάλυψα επειδή οι εκδόσεις πλέθρον πάντα ειναι καλαισθητες, και  συνηθως έχουν κάποια ελάχιστη ποιότητα και αξίζουν πάντα μια ματιά. Αυτο να το  θυμούνται και οι νέοι ποιητές, γιατι όταν τα φωτα της (όποιας) επικαιρότητας χαμηλώσουν, η ποίηση χρειαζεται γερό σκαρί για να αντεξει στον χωρο και τον χρονο, άρα η ποιότητα της έκδοσης όσο και η φήμη του κάθε εκδότη, παιζει σημαντικό ρόλο στη διαχρονικότητα του κάθε έργου.



Λαθραναγνώστες

Στα λεωφορεία
διαβάζουμε άπληστα
τις τρυφερές περγαμηνές
                     του έρωτα
στα εξώπλατα των ωραίων γυναικών
στους αίθριους παπύρους του λαιμού τους
αποστηθίζουμε τα δελτία θυέλλης
αποκρυπτογραφούμε το μήνυμα
(μαντεύουμε τη συνέχεια)
              Στα απότομα φρεναρίσματα
              τα ζεστά πουλιά του στήθους τους
               ραμφίζουν το αίμα μας
                    κι η ζωή λαγνοβοούσα το δίκιο της
                    σπέρμα περισσότερο σπέρμα


Επαρχίας γενναιοδωρία


Για τους χίλιους καθημερινούς
                 μικροθανάτους της
στο τέλος σε αποζημιώνει
χαρίζοντας σου
έναν επώνυμο θάνατο
<<- σαν την προαγωγή του στρατιώτη
σε υποδεκανέα
που φτάνει μετά θάνατο->>
Στην πόλη ο θάνατος είναι σκληρότερος
                                          απρόσωπος
δε χτυπάει ποτέ η καμπάνα
κανείς ποτέ δε θα ρωτήσει
ποιος τάχα σήμερα αναλήφθη
μονάχα ίσως κατα τύχη
καμιά σχολαστική γεροντοκόρη
διαβάζοντας από συνήθεια
στην εφημερίδα
τα συνοικέσια και τους θανάτους


Υμεναίος


Να γράψεις
για τα κυριακάτικα απογεύματα
εκείνης της γεροντοκόρης
που κατοικούσε στον πρώτο όροφο
απέναντι απ' την Άγια Ζώνη
όπου τις Κυριακές
γίνεται κι ένας γάμος κάθε τέταρτο
            Τα δάκρυα της έχουν καιρό στερέψει
            Μεσ' στην γλυκιά παραφροσύνη της
            φοράει κάθε Κυριακή
            το νυφικό της φόρεμα
                   Στέκεται στο παράθυρο
                   ανένδοτη περιμένει
                   Δε λέει ν΄αλλάξει σπίτι
                   μη χάσει το βασιλόπουλο
                                      το δρόμο



Ο μητρικός θάνατος των άδοξων ποιητών


Στη στροφή του δρόμου
πριν βγούνε στη λεωφόρο
                                      της δόξας
η ραγισμένη καρδιά τους σταματάει
καθώς χρόνια
ακαθήλωτη στο τσιγγέλι της αδιαφορίας
έγκλειστη στα υπόγεια των βιβλιοπωλείων
φρυγμένη από τον πυρετό να κολυμπήσει
στο ζεστό ανθρώπινο ποτάμι


Μέσα στις τελευταίες τους παραισθήσεις
η ψυχή των εμπόρων βρυκολακιάζει
ζητώντας πίσω χρήματα που κέρδισαν τα βιβλία τους
- ουκ αν λάβοις παρα του μη έχοντος-
Αλλά φτάνει η Μούσα
με τη ρομφαία της
λευκοντυμένη
διώχνει τις Ερινύες
τους δροσίζει το πυρέσσον μέτωπο
τους τυλίγει στην αγκαλιά με τα φτερά της
και ξεψυχούν ευτυχισμένοι
στα άχραντα χέρια Της.