Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ του Παναγιώτη Κουβελάκη

Απο την ποιητική συλλογή "Προσευχή για εκατομμύρια στόματα". Κέδρος 1973.


Φύγαν οι πατεράδες
με τα λυμένα μαλλιά
με τον έρωτα δεμένο
στη μέση

οι μάνες χάθηκαν
γυρεύοντας δάφνες

μονάχα στις αυλές
κρέμεται
απ'τα σκοινιά των ρούχων
η παρουσία του πατέρα

Το φίλημα ξεχάστηκε
τα ερείπια είναι πολλά

Πάρτε τον ήλιο
κρύψτε τον
δε θέλουμε παρέες
δε θέλουμε την άνοιξη
να τρώει τα σωθικά μας

Τα στήθη έγειραν κι αυτά
τα ερείπια είναι πολλά

Ενας λαός
απο χέρια σα λάβαρα
χειρονομεί

ένας λαός
με σφιγμένες γροθιες

αύριο
αυτά τα χέρια
θα μοιάζουν
με τις αδυσώπητες
σελίδες της Ιστορίας

τούτα τα χέρια
τα παιδιά στο σκολειό
τα λεν ουρανό
στο πάρκο
τα παρομοιάζουν με δάσος

κείνα τα χέρια
μοιάζουν με ξώβεργες
τ'αλλα μοιάζουν
με κιόσκι
τι όμορφα
που κάνουν κουπί

Τα πόδια μας
διψάνε για χορό
χορό επάνω
απ'τον ουρανό

πήδα κι εσύ
περήφανα
εγώ ακούραστα
κωπηλατώ

Τα χέρια
φρίκιασαν απ'τις ειδήσεις
σαν πυραμίδες λάμπουνε
οι κραυγές

τα κόκαλα φωνάζουν
βιάζονται
να στυλώσουν τα όνειρα

δε χωράνε
στ'αμπέλια μας
δε χωράνε στους τάφους
και στους ελαιώνες

Που νάσαι άνοιξη
να μετρηθώ μαζί σου
καθώς γδυτός σαν όνειρο
τον ήλιο ξαστερώνω

Κρυώνω
στους τάφους
δεν υπάρχουν επιγραφές
οι σταυροί λεηλατήθηκαν
απ' τη μεγάλη ζητήση

οι κάνες σημαδεύουν
των φρυδιών τα γιοφύρια
σχεδιάζουν τα ονόματα
ένα ολάκερο δάσος

είναι ο θάνατος
είναι ο θάνατος
με τις ταναλιες του

είναι αυτοί οι άνθρωποι
με τις όμοιες στολές
με το μίσος στα μάτια

τα χέρια τους
δεν καταλήγουν πουθενά
μόνο στην κάνη
του τουφεκιού
κι αφανίζονται

τα-τα-τα
τα-τα-τα
χάθηκε μια ζωγραφιά

Αγαπη στο αριστερό σου
στήθος έχεις μια ελιά
κρατα με αγαπη μου γερά
κράτα με αιώνια

Τα δεκανίκια φύτρωσαν
φύτρωσαν
γροθιές κι ελπίδα

και την αλλη μερα
τρεχαμε στα νεκροταφεία
και την άλλη
και την άλλη
μέχρι του ξεχάσαμε
τον γυρισμό

Τι κρίμα
πουν' τα φλεβαρα
των κοριτσιών
να κλαίνε

να κλαίνε
για την άνοιξη
κι αυτη να κλαινει
που κλαινε

Το αίμα γεμίζει
σα θερισμένο στάρι
τ'αλώνι

σαν αψίδες
ασπρίζουν τα χέρια
ανεμόμυλοι που φωνάζουν

το φως αμίλητο
ξενυχτάει
χαραγμενο στα δόντια τους
πορτοκάλι

Εγω
μεσα απ'τα σπλάχνα μου
Εσύ
μεσ'απ' το σπέρμα μου

Δουλεύει ο ήλιος
αργαλειός
το δίκιο ζυμώνει
με αίμα

τ'αγαλματα φύγαν
απ' τα παρκα
κρύωναν ξεχασμενα

Που να βρω
να ποτίσω τα χείλη
που να βρω
να μερέψω τη δίψα

Τα παλικάρια
σήκωσαν πανιά
τη μοιρασιά στα γόνατα
απιθώνουν

πλόκαμοι οι φλέβες
άρματα
φάροι που ξενυχτάνε

τα μπράτσα ανοίγουν
σα θεριά
λημεριασαν στα όρη

δέθηκαν κόμπο
με τον ήλιο
αγάπησαν το σπαθί

Ω χώρα αλυσοδεμένη
χώρα μοναχική
το αίμα γράφει
τα ονόματα μας στο χώμα

Πυρρόμαχοι!
εσεις με τα δεκανίκια
και σεις με τα σημάδια
στο πρόσωπο

εσείς με τα πελώρια
όνειρα
σαν ήλιοι στο κλωνάρι

καλότυχοι
με την κορμοστασιά
και με την άγρια χαίτη

τα χέρια με τα δρεπάνια
αλέθουν το κριθάρι
σαν κυπαρίσσια φρουρουν
τη Λευτεριά

Κόπιασε ήλιε μου
κόπιασε
τη χωρα μου
μη τη ξεχνάς

μυρίζει θυμάρι
η λεβεντιά
βασιλικός η ελπίδα
λόγχες χαράς τα όνειρα
οδόφραγμα τα στήθη



Κλεισαν όλες οι πορτες
οι τοιχοι των τουφεκισμενων
πλήθαιναν
άδειασαν τα χωράφια
απ' τις παπαρουνες

ύστερα τίποτα
ουτε ένα κλάμα παιδιου
τα φτυάρια έκαναν
το χρέος τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου